γαλανιάζω

γαλανιάζω
[γαλανός]
1. παίρνω γαλανό χρώμα («την ώρα που γαλάνιαζε ο ουρανός» — που ξημέρωνε)
2. απρόσ. γαλανιάζει
ξημερώνει
3. παίρνω χρώμα γαλανόμαυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”